- Φιλοποίμενος
- Φιλόποιμενmasc gen sgΦιλοποίμηνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλοφανής — (Μεγαλόπολη, 3oς αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν μαθητής του Αρκεσίλαου, ενώ ο Πλούταρχος τον αναφέρει ως δάσκαλο του Φιλοποίμενος. Αυτοεξορίστηκε για να γλιτώσει από την τυραννία που επικρατούσε στην πατρίδα του και αργότερα συμμετείχε στην εκθρόνιση … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… … Dictionary of Greek